- πεδάᾳ
- πεδάωbind with fetterspres ind mp 2nd sg (epic)πεδάωbind with fetterspres ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδάα — πεδά̱ᾱ , μετά ἀάω hurt imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεδάᾱ , μετά ἀάω hurt pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πεδάᾱ , μετά ἀάω hurt imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek